βαμβακένιος

βαμβακένιος
α, ο
1) см. βαμβακερός; 2) похожий на хлопок;

βαμβακένια σύννεφα — кучевые облака;

βαμβακένια χείλη — побелевшие губы


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "βαμβακένιος" в других словарях:

  • βαμβακένιος, -ια, -ιο — και μπαμπακένιος, ια, ιο αυτός που είναι φτιαγμένος από βαμβάκι: Μ’ αρέσει να κοιμάμαι σε βαμβακένια μαξιλάρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαμβακερός — βαμβακερός, ή, ό και μπαμπακερός, ή, ό 1. ο βαμβακένιος: Οι βαμβακερές κάλτσες είναι οι καλύτερες για το καλοκαίρι. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., βαμβακερά ρούχα και είδη από μπαμπάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»